- ηλίκος
- ἡλίκος, -η, -ον (Α)1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσοαρχ.1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)2. πόσο μικρός3. στον πληθ. ἡλίκοιαυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ᾱ- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό τού τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. ᾱ- τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -(ᾱ)λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία τού ήλιξ*. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος].
Dictionary of Greek. 2013.